dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
άδεια οδήγησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Führerschein
Ⓦ
Ⓖ
…
άδεια οδήγησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fahrerlaubnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)